- ποινικολογία
- η, Νεπιστημονικός κλάδος με αντικείμενο έρευνας τη μελέτη τών ποινικών υποθέσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινικολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γ. Μ. Βιζυηνό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek